- χριστιανίζω
- ΜΑ [χριστιανός]1. είμαι ή γίνομαι χριστιανός2. συμπεριφέρομαι ως χριστιανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχριστιανίζω — Μ συγχριστιανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χριστιανίζω (< χριστιανός)] … Dictionary of Greek